πάνινος

πάνινος
και πάννινος, -η, -ο [παν(ν)ί]
κατασκευασμένος από πανί («πάνινα παπούτσια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • οθόνινος — η, ο (Α ὀθόνινος, ίνη, ον) [οθόνη] κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός αρχ. φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον» (στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα …   Dictionary of Greek

  • πάννινος — η, ο βλ. πάνινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”